- ἀθόλωτος
- ἀθόλωτοςuntroubledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθόλωτος — αθόλωτος, η, ο και άθολος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι θολός, καθαρός: Το κρασί ήταν αθόλωτο. 2. αυτός που δεν έχει θόλο: Η εκκλησία αυτή δεν πρέπει να χτιστεί αθόλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… … Dictionary of Greek
ἀθολώτως — ἀθόλωτος untroubled adverbial ἀθόλωτος untroubled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόλωτον — ἀθόλωτος untroubled masc/fem acc sg ἀθόλωτος untroubled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθολώτου — ἀθόλωτος untroubled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθολώτους — ἀθόλωτος untroubled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθολώτων — ἀθόλωτος untroubled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθολώτῳ — ἀθόλωτος untroubled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόλωτα — ἀθόλωτος untroubled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόλωτοι — ἀθόλωτος untroubled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)